ενεργούμαι

ενεργούμαι
ενεργούμαι, ενεργήθηκα βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
ενεργούμαι : στην παθητική φωνή το ρ. σημαίνει έχω κένωση του εντέρου, ενώ ως παθητικό του ενεργώ απαντάται το διενεργούμαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • действую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἐνεργοῦμαι) оказываю действие, действую (Рим 7, 5. 2 Кор. 4,… …   Словарь церковнославянского языка

  • действуюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἐνεργοῦμαι) совершаюсь (2 Ездр. 2, 20. 2 Кор. 1,6), действую… …   Словарь церковнославянского языка

  • αποπατώ — ( έω κ. άω) (AM ἀποπατῶ, άω) [πατώ ( έω)] αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι αρχ. αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • προσαφοδεύω — Α αποπατώ επί πλέον πάνω σε κάποιον («ἀμύνεται δὲ λακτίζων καὶ προσαφοδεύων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοδεύω «αποπατώ, ενεργούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • χέζω — ΝΜΑ 1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ 2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι 3. μέσ. χέζομαι α) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαι β) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τόν είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”